- ταχυφημία
- η, Νιατρ. ανωμαλία στο ρυθμό τής ομιλίας που συνίσταται στην ασυγκράτητη, υπερβολικά βιαστική και ασαφή εκφορά τού λόγου και κατά την οποία υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στην ταχύτητα τής σκέψης και στην ταχύτητα τής κινητικής γλωσσικής δεξιότητας, αλλ. βατταρισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachyphemia < ταχυ-* + -φημία (< -φημος < φήμη)].
Dictionary of Greek. 2013.