ταχυφημία

ταχυφημία
η, Ν
ιατρ. ανωμαλία στο ρυθμό τής ομιλίας που συνίσταται στην ασυγκράτητη, υπερβολικά βιαστική και ασαφή εκφορά τού λόγου και κατά την οποία υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στην ταχύτητα τής σκέψης και στην ταχύτητα τής κινητικής γλωσσικής δεξιότητας, αλλ. βατταρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachyphemia < ταχυ-* + -φημία (< -φημος < φήμη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταχυγλωσσία — η, Ν [ταχύγλωσσος] 1. το να μιλά κανείς γρήγορα 2. ιατρ. ταχυφημία …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”